ανθότοπος

ανθότοπος
ο место, усеянное цветами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανθότοπος" в других словарях:

  • ανθότοπος — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 118 κάτ.) του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 295 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αράχθου. 3. Ορεινός… …   Dictionary of Greek

  • Kozani — Gemeinde Kozani Δήμος Κοζάνης (Κοζάνη) …   Deutsch Wikipedia

  • δασότοπος — ο τόπος με πολλά δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + τόπος (πρβλ. ανθότοπος, γιδότοπος, ελαιότοπος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»